- οδοντόγναθα
- ταζωολ. τάξη εντόμων στην οποία ανήκουν οι λιθελλούλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontognathae < ὀδούς, ὀδόντος + γνάθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβελλούλα — η ζωολ. γένος ανισόπτερων οδοντόγναθων εντόμων και γενικότερη κοινή ονομασία που δίνεται στα μεγάλα οδοντόγναθα, κν. αεροπλανάκι … Dictionary of Greek
οδονάτα — τα ζωολ. μη εν χρήσει ονομασία τής τάξης εντόμων οδοντόγναθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odonata, ανώμαλος σχημ. από το ὁδών] … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
αίσχνη — (aeschna). Γένος εντόμων. Πρόκειται για οδοντόγναθα που ανήκουν στις αισχνίδες. Έχει μήκος 75 χιλιοστά και διαβιώνει κοντά σε έλη ή λίμνες στις ορεινές και δασώδεις περιοχές της βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής. Έχει ζωηρά χρώματα, μεγάλα φτερά… … Dictionary of Greek